ροζακί

ροζακί
το, Ν
βλ. ραζακί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροζακί — το ιού, και ραζακί, το ποικιλία σταφυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • ραζακί — και ροζακί, το, Ν (γεωπ.) ποικιλία τής ευρωπαϊκής οινοφόρου αμπέλου, οι καρποί τής οποίας προορίζονται για επιτραπέζια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ραζακί < τουρκ. razaki ενώ ο τ. ροζακί από τον πληθ. ροζακιά < λατ. rosacea (< rosa «ρόδο»)] …   Dictionary of Greek

  • Έλατος, Νώντας — (Βούρβουρα Αρκαδίας 1871 – 1951). Φιλολογικό ψευδώνυμο του παιδαγωγού και λογοτέχνη Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Εργάστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Αρχάνες — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 400 μ., 3.860 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται χτισμένη μέσα σε κοιλάδα, ανατολικά του υψώματος Γιούχτα, όπου κατά τη μυθολογία πέθανε ο Δίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην… …   Dictionary of Greek

  • πατρινός, -ή — και ιά, ό αυτός που προέρχεται, κατάγεται από την Πάτρα: Μαύρο σταφύλι, ροζακί και πατρινό κεράσι (δημ. στίχος). Το αρσ. και θηλ. και ως ουσιαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραζακί — ραζακί, το και ροζακί, το ποικιλία σταφυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”